Ανά τακτά χρονικά διαστήματα αναφερόμαστε στην πολύ μεγάλη πίεση που ασκείται στους δημοσιογράφους σε ολόκληρη τη χώρα.
Δεν είναι ένα φαινόμενο καινούριο, δεν είναι κάτι που το παρατηρούμε για πρώτη φορά – τουναντίον, εδώ και χρόνια κυριαρχεί η πεποίθηση πως οι δημοσιογράφοι είναι διεφθαρμένοι, διακινητές ψευδών ειδήσεων, όργανα της εξουσίας, “τα παίρνουν χοντρά” για να τρομοκρατούν τον κόσμο (είχαμε, φυσικά, και τη διαβόητη “λίστα Πέτσα” για το μήνυμα “Μένουμε Σπίτι”) κλπ.
Εδώ και χρόνια, άλλωστε, κυκλοφορούν έρευνες που καταβαραθρώνουν την αξιοπιστία των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης -είτε των έντυπων είτε των ηλεκτρονικών (όπως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο) είτε, φυσικά, και των ιντερνετικών ΜΜΕ.
Βέβαια ένα στοιχείο που προσπερνιέται “αβρόχοις ποσί” είναι το γεγονός πως όλες αυτές οι έρευνες δεν απαντούν στο ερώτημα “Είναι όντως αξιόπιστα τα ελληνικά ΜΜΕ;” αλλά στο ερώτημα “Ποια είναι η άποψη των Ελλήνων για τα ελληνικά ΜΜΕ;”. Τα παραδείγματα για το επίπεδο μεγάλης μερίδας του αναγνωστικού κοινού και το πώς αυτή η μεγάλη μερίδα αντιλαμβάνεται μια είδηση είναι πάρα πολλά:
α) σχολιασμός χωρίς καν να διαβάσει την είδηση
β) σχολιασμός απλά βλέποντας έναν τίτλο μέσα από τα social media,
γ) “ερμηνεία” μέσα από καθαρά κομματικά “γυαλιά” ή ιδεολογικές “παρωπίδες”
δ) σχολιασμός χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το εκάστοτε θέμα, τονίζοντας απλά πως “δημοκρατία έχουμε, θα λέμε ό,τι θέλουμε”,
ε) διαδικτυακά trolls που, απλά και μόνο επειδή δεν τους “αρέσει” μια είδηση, σχολιάζουν τους δημοσιογράφους εκστομίζοντας βαρύτατους χαρακτηρισμούς,
και πολλές άλλες περιπτώσεις (που φυσικά αυτή η μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού δεν θέλει να τις υπενθυμίζουμε, διότι αυτή πιστεύει πως τα ξέρει όλα και τα κάνει όλα σωστά).
Όμως αυτό είναι η μια όψη του νομίσματος.
Διότι η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι τα ΜΜΕ όντως έχουν εγκαταλείψει εδώ και καιρό την οποιαδήποτε επαφή με την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα.
Οι αιτίες πολλές:
α) Το Internet και η ανάγκη για άμεση πληροφόρηση και “συλλογή” κλικς (πολλές φορές χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα, καθώς τα κλικς -ειδικά στην επαρχία- δεν μεταφράζονται και σε πηγή εισοδήματος, από τη στιγμή μάλιστα που η αγορά και η διαφήμιση είναι ουσιαστικά πεθαμένες) έχει οδηγήσει πάρα πολλά μέσα μαζικής ενημέρωσης στο να στηρίζονται απλά σε “ό,τι βρουν μπροστά τους”, χωρίς να ελέγχουν το αν αυτό που έχουν βρει μπροστά τους είναι αληθές, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη και την όποια αντίθετη άποψη – με απλά λόγια, έχει ουσιαστικά “σβήσει” και περιθωριοποιήσει την έρευνα, ίσως το πλέον θεμελιώδες στοιχείο της δημοσιογραφίας.
β) Η οικονομική ένδεια της μεγάλης πλειοψηφίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ειδικά αυτών της επαρχίας) έχει οδηγήσει τα ΜΜΕ στις λεγόμενες “συνδιαλλαγές” και “στηρίξεις” με τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας (είτε μιλάμε για αυτοδιοίκηση είτε για βουλευτές) προκειμένου να εξασφαλίσουν έναν “παρά” για να επιβιώσουν. Κάτι που αποτυπώνεται εύγλωττα και στη θεματολογία τους αλλά και στον τρόπο με τον οποίο καταγράφεται και αποτυπώνεται αυτή η θεματολογία.
γ) Η διστακτικότητα πολλών δημοσιογράφων στο να γράψουν αυτό που βλέπουν ή αυτό που πιστεύουν, διότι άπαξ και το κάνουν θα τους κοπεί κάποια συνδρομή ή χρηματοδότηση – ή, πολλές φορές, θα χάσουν τη θέση εργασίας τους ή ακόμα και θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη δικαιοσύνη (ένα φαινόμενο που πλήττει ιδιαίτερα τα ιντερνετικά ΜΜΕ, από τη στιγμή που ακόμα και σήμερα, εν έτει 2021, το νομικό τους καθεστώς παραμένει εξαιρετικά θολό)
και άλλες πολλές…
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι “καθαρές” και “αξιόπιστες” δημοσιογραφικές φωνές είτε σπανίζουν είτε -πολύ απλά- πνίγονται κάτω από τις δαγκάνες είτε της οικονομικής ανέχειας (διότι αφενός η έρευνα κοστίζει, αφετέρου οι πηγές χρηματοδότησης είτε έχουν στερέψει είτε επιβάλλουν τον “κανόνα της σιωπής) είτε ακόμα και των ιντερνετικών trolls που, εις το όνομα της “δημοκρατίας” και της “πολυφωνίας” (όπως, τέλος πάντων, την εννοούν), ξεσπούν ανεξέλεγκτα όλη τους την οργή για αυτά που περνάει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κοινωνία.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, μοιάζει απαγορευτικό για τους δημοσιογράφους να έχουν τη δική τους άποψη και να τη διατυπώνουν δημόσια -διότι, πολύ απλά, είναι και παραμένουν απροστάτευτοι (τόσο σε νομικό όσο ακόμα και σε εργασιακό επίπεδο – αλλά και σε συνδικαλιστικό επίπεδο, καθώς εδώ και χρόνια οι κατά τόπους Ενώσεις Συντακτών μοιάζουν να είναι “εκτός τόπου χρόνου”, περιορισμένες σε δελτία τύπου κατόπιν εορτής και χωρίς ουσιαστική διάθεση για περαιτέρω εκσυγχρονισμό και προστασία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος).
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η εν ψυχρώ δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ (το μεσημέρι της Παρασκευής 9 Απριλίου 2021) -όσο σοκαριστική και αν ήταν ως είδηση, που φυσικά και ήταν- δεν μπορεί παρά να ρίξει ακόμα περισσότερο νερό στον μύλο του φόβου, της έλλειψης πολυφωνίας και της αν-ελευθερίας κάτω από την οποία λειτουργεί σήμερα ο τομέας της ενημέρωσης στην Ελλάδα. Και μπορεί το αστυνομικό ρεπορτάζ (στο οποίο ειδικευόταν ο Γιώργος Καραϊβάζ) να εμπεριέχει τους δικούς του ευνόητους κινδύνους, ωστόσο και σε πολλά άλλα είδη ρεπορτάζ η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στην Ελλάδα.
Αρκεί να θυμίσουμε πως, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέχρι και σήμερα έχουν δολοφονηθεί στην Ελλάδα 6 δημοσιογράφοι (συμπεριλαμβανομένου του Καραϊβάζ και του διευθυντή του troktiko.blogspot.com Σωκράτη Γκιόλια το 2010) και 4 εργαζόμενοι σε μέσα ενημέρωσης ενώ έχουν φυλακισθεί 297 δημοσιογράφοι, 102 πολίτες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της Δημοσιογραφίας των Πολιτών (bloggers και μέσα κοινωνικής δικτύωσης) και 12 εργαζόμενοι σε μέσα ενημέρωσης.
Μετά από όλα αυτά, το ερώτημα “Τι κάνεις; Συνεχίζεις και εκφράζεις ελεύθερα την γνώμη σου, υπηρετώντας το επάγγελμά σου; Συνεχίζεις να ενημερώνεις με ψυχραιμία, βασισμένος μόνο στα απτά στοιχεία; Ή υποτάσσεσαι ωσάν τον Γιόζεφ Κ. στην ‘Δίκη’ του Φραντς Κάφκα;” (το οποίο είχαμε διατυπώσει και σε παλαιότερο άρθρο του “Τηλεβόα”) φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ.
Και, κατά την ταπεινή μας άποψη, θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα άλλο ερώτημα, στο οποίο πρωτίστως θα πρέπει εμείς οι δημοσιογράφοι (αλλά και οι πολίτες) να δώσουμε απάντηση:
“Επιτέλους, τι δημοσιογραφία θέλουμε;”
Το μόνο πράγμα με το οποίο μπορούμε να κλείσουμε το άρθρο μας είναι το μήνυμα που θέλησε να απευθύνει διά αντιπροσώπου η οικογένεια του Γιώργου Καραϊβάζ προς τους δημοσιογράφους.
“Αυτό που μου ζητήθηκε από την οικογένεια να μεταφέρω είναι ότι θα ήθελαν οι δικοί του άνθρωποι, η εκτέλεση του Γιώργου Καραϊβάζ να μην γίνει αφορμή οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι να φοβηθούν και να σταματήσουν το ερευνητικό τους έργο, αλλά αντίθετα να γίνουν περισσότεροι αυτοί που θα προσπαθούν και θα αναζητούν την αλήθεια και την πραγματικότητα“
Θα γίνει έτσι; Μακάρι…το ελπίζουμε και το ευχόμαστε…
Υ.Γ.: Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε περαιτέρω τη στάση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος “αντέδρασε” με καθυστέρηση 24 ωρών – την ώρα που ακόμα και η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωκοινοβουλίου εξέφρασαν δημόσια την καταδίκη τους για τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ ελάχιστα λεπτά αργότερα.
Το μόνο που μπορούμε να προσθέσουμε είναι το παρακάτω κείμενο, το οποίο κυκλοφορεί στα social media τις τελευταίες ώρες:
Μαλτα: Η δολοφονία της δημοσιογράφου D. C. Galizia, οδηγεί σε παραίτηση του πρωθυπουργού Joseph Muscat
Σλοβακία: Η δολοφονία του δημοσιογράφου Jan Kuciak, οδηγεί σε παραίτηση του πρωθυπουργού Robert Fico
Ελλάδα: Η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβαζ οδηγεί σε συγκάλυψη και μιντιακη ομερτά
Και εμείς θα προσθέσουμε:
Η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ οδηγεί σε ένα “καλό τριήμερο” για την ελληνική κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό μας…