Για μια ακόμα φορά ο νομός Καβάλας απασχολεί αρνητικά την πανελλήνια επικαιρότητα – και αυτή τη φορά, μάλιστα, για περιστατικά που έλαβαν χώρα σε σχολική μονάδα!
Ο λόγος, φυσικά, για τις καταγγελίες για μια ομάδα μαθητών σε σχολείο εντός των ορίων του δήμου Παγγαίου (δεν έχει γίνει γνωστό το ποιο σχολείο είναι), οι οποίοι φέρονται να προχώρησαν σε εκβιασμούς σε βάρος συμμαθητριών τους, ζητώντας τους (και αποσπώντας τους, σε ορισμένες περιπτώσεις) χρήματα!
Με βάση τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας (κυρίως μέσα από τα πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια) οι καταγγελλόμενοι φέρονται να άρπαζαν κινητά τηλέφωνα από τα θύματα, ζητώντας τους λύτρα προκειμένου να τα επιστρέψουν, ενώ φέρονται να έφταναν στο σημείο ακόμα και να απειλούν με φωτομοντάζ (όπως με “δημιουργία” γυμνών εικόνων των μαθητριών) προκειμένου να αποσπάσουν διάφορα χρηματικά ποσά (που έφταναν μέχρι και τα 150 €, σύμφωνα με τα όσα κατήγγειλε στην τηλεόραση του Mega η μητέρα ενός από τα θύματα).
Πέραν, φυσικά, από τη διεύθυνση δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Καβάλας (η οποία και ενημερώθηκε για τις καταγγελίες), η υπόθεση απασχολεί πλέον και τον εισαγγελέα ανηλίκων. Είναι, δε, χαρακτηριστικό πως οι καταγγελίες είδαν το φως της δημοσιότητας αφότου το σχολείο επέβαλε στους φερόμενους ως δράστες ποινή διήμερου αποβολής -μια ποινή που κρίθηκε από τους γονείς των θυμάτων ως πολύ ήπια.
Το περιστατικό αυτό, όσο και αν ξάφνιασε ορισμένους από εμάς, κάθε άλλο παρά απρόσμενο είναι τη σήμερον ημέρα.
Το ακριβώς αντίθετο: Τα περιστατικά σχολικής βίας (είτε σωματικής είτε ψυχολογικής) αποτελούν, τα τελευταία χρόνια, ένα θλιβερό κομμάτι της καθημερινότητας που αντιμετωπίζουν μαθητές και διδακτικό προσωπικό.
Το φαινόμενο της σχολικής βίας είναι εξαιρετικά περίπλοκο, και εμπλέκει το σχολείο, τις οικογένειες των μαθητών, τις προσωπικότητές τους και ολόκληρη την κοινωνία. Μια κοινωνία, πάντως, που ναι μεν εμφανίζεται πάντοτε “σοκαρισμένη” όταν αποκαλύπτεται ένα περιστατικό σχολικής βίας , πλην όμως λίγο αργότερα το ξεχνά και το “κουκουλώνει” – μέχρις ότου εμφανιστεί το επόμενο περιστατικό, οπότε και πάλι θα παραστήσει ότι “σοκάρεται” και θα το ξεχάσει λίγο αργότερα (να μην ξεχάσουμε, επίσης, και όσους εξακολουθούν να πιστεύουν πως “τα περάσαμε και εμείς αυτά όταν ήμασταν μικροί, τι πάθαμε; Τίποτα δεν πάθαμε” – να μην συζητήσουμε καλύτερα τι έπαθαν, διότι δεν παίζει και να καταλάβουν…)
Όσο και αν θέλουμε να πιστεύουμε (ή “μας βολεύει” να πιστεύουμε) πως η σχολική βία είναι φαινόμενο των τελευταίων ετών (δεν είναι λίγοι αυτοί που το συνδέουν με την οικονομική κρίση ή ακόμα και με τον κορωνοϊό), δυστυχώς όλα τα δεδομένα τείνουν στο να οδηγήσουν στο συμπέρασμα πως περιστατικά σχολικής βίας παρατηρούνται εδώ και πάρα πολλά χρόνια, πολύ πριν από την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, πολύ πριν από την εμφάνιση ακόμα και των social media (τα οποία αποτελούν και αυτά ένα “χρήσιμο εργαλείο” στα χέρια όσων ασκούν βία σε βάρος συμμαθητών τους).
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι απλά να διαπιστώνουμε πως υπάρχουν περιστατικά σχολικής βίας, αλλά ούτε και να φτάνουμε στις τιμωρίες για περιστατικά που έχουν ήδη συμβεί.
Ναι, πρέπει τα όσα περιστατικά καταγγέλλονται να αντιμετωπίζονται και να τιμωρούνται οι υπαίτιοί τους. Όμως αυτό από μόνο του δεν φτάνει:
απαιτείται η παρουσία ενός σοβαρού και λειτουργικού μηχανισμού πρόληψης τέτοιων φαινομένων (ώστε να μη χρειαστεί να φτάσουμε στο σημείο είτε να καταγγείλουμε ένα περιστατικό σχολικής βίας είτε ακόμα και να θρηνήσουμε θύματα –ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις μαθητών και μαθητριών που οδηγούνται ακόμα και στην αυτοκτονία επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν το bullying που υφίστανται).
Το χειρότερο, όμως, είναι πως οι καθηγητές δεν είναι πολλές φορές σε θέση να διαχειριστούν τέτοια περιστατικά – είτε λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων που τους παρέχει ο νόμος είτε (κυρίως) λόγω έλλειψης γνωστικού υπόβαθρου (κάτι απόλυτα φυσιολογικό).
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο καθίσταται απαραίτητη η μόνιμη (το τονίζουμε αυτό) παρουσία ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε όλες τις σχολικές μονάδες – για να μπορέσουν και να βοηθήσουν τους εκπαιδευτικούς στο να αντιμετωπίζουν καταστάσεις που δεν μπορούν να διαχειριστούν, αλλά και να εντοπίσουν εγκαίρως μαθητές που ενδεχομένως να χρήζουν βοήθειας, αλλά και να δίνουν στους γονείς το “σύνθημα” πως κάτι δεν πάει καλά με τα παιδιά τους (διότι ακόμα και αν υπάρχει ψυχολόγος, δύσκολα μπορεί να παρέμβει αυτεπάγγελτα και χωρίς την έγκριση των γονέων – και δυστυχώς είναι πάρα πολύ συχνό το φαινόμενο των γονέων που ξαφνικά τα ξέρουν όλα, καλύτερα από τον κάθε ψυχολόγο ή τον κάθε εκπαιδευτικό, και δεν επιτρέπουν την οποιαδήποτε παρέμβαση ή δεν ασχολούνται περαιτέρω με τα παιδιά τους).
Τονίζουμε το “μόνιμη” διότι αυτή τη στιγμή ψυχολόγοι πηγαίνουν στα σχολεία λίγες μόνο ώρες ανά εβδομάδα (και συχνά χρειάζονται να πάνε και σε άλλα σχολεία) – με αυτές τις λίγες ώρες πόσο χρήσιμη μπορεί να είναι η όποια βοήθειά τους (ειδικά αν ο ψυχολόγος δεν προλαβαίνει να κυκλοφορήσει μέσα στα παιδιά αλλά αναγκάζεται, λόγω έλλειψης χρόνου, να παραμένει μέσα σε ένα γραφείο – τι να πρωτοπρολάβει να δει ο άνθρωπος) ; Αφήστε δε που συχνά παρατηρείται και το φαινόμενο να αλλάζουν σχολικές μονάδες οι ψυχολόγοι κάθε χρόνο – με αποτέλεσμα να γυρίζουμε, κάθε χρόνο, στο “μηδέν”.
Ξέρουμε, βέβαια, τι θα πει πολύς κόσμος: “Εδώ καθηγητές και σχολεία δεν έχουμε, θέλετε και ψυχολόγους;” Ε λοιπόν ΝΑΙ: Θέλουμε ΚΑΙ καθηγητές ΚΑΙ σχολεία ΚΑΙ ψυχολόγους. Τόσο απλά, τόσο καλά. Και χρήματα για όλα αυτά φυσικά και υπάρχουν – τα πάντα είναι θέμα βούλησης.
Με μια σύντομη αναζήτηση στο Google, λοιπόν, διαπιστώσαμε πως κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια υπήρχαν βαρύγδουπες ανακοινώσεις περί πρόσληψης ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία. Και το 2015 είδαμε πως επρόκειτο να προσληφθούν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, και το 2016 βρήκαμε πως επρόκειτο να προσληφθούν 400 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί (σε άλλο δημοσίευμα διαβάσαμε για 1000 ψυχολόγους), και το 2019 διαβάσαμε πως υπήρχε απόφαση του υπουργείου Παιδείας για πρόσληψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, και το 2020 διαβάσαμε πως περίπου 3.000 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί θα στελέχωναν τα σχολεία. Και τώρα βλέπουμε την υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως να διαλαλεί πως στα σχολεία εργάζονται 3.000 ψυχολόγοι.
Με τόσες ανακοινώσεις που εντοπίσαμε, θα περιμέναμε πως θα είχαμε περιορισμό των περιστατικών σχολικής βίας. Όμως όχι μόνο δεν περιορίζονται αυτά τα φαινόμενα αλλά αυξάνονται, τόσο σε πλήθος όσο και σε ένταση!
Και το ερώτημα είναι: Άραγε στο υπουργείο Παιδείας καταλαβαίνουν πως δεν αρκεί μόνο η πρόσληψη των ψυχολόγων, αλλά χρειάζεται να διευκολυνθεί και η δουλειά τους;
Τώρα βέβαια θα μου πείτε “Μα καλά, περιμένετε προκοπή με την Νίκη Κεραμέως;” Δύσκολα, τολμούμε να πούμε, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία…